
Η αγγαρεία ως θεσμός χάνεται στα βάθη της ιστορίας, χαρακτηριστικό παράδειγμα το χτίσιμο των πυραμίδων.
Η λέξη προέρχεται από το περσικό hangar που σήμαινε ‘βασιλικός ταχυδρόμος’ και πέρασε στην ελληνική ως άγγαρος και ως άγγελος, με όλα τα παράγωγά τους.
Επειδή τα οικονομικά του κράτους ήταν φτωχά και οι χρηματοδοτήσεις για δημόσια έργα γινότανε με το σταγονόμετρο, η κάθε κοινότητα επέβαλλε την υποχρεωτική εργασία( αγγαρεία ) για την εκτέλεση διάφορων εργασιών.
Άνοιγμα δρόμων, εκχερσώσεις, αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, χτίσιμο φρουρίων, φραγμάτων, δρόμων, γεφυρών, χαντακιών, πηγαδιών, δεξαμενών, χτίσιμο σχολείων, ναών και άλλα πολλά, ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε τόπου.
Στο χωριό μας ένα από τα σοβαρά έργα ήταν η υδροδότηση του χωριού από τα κόκαλα, στην αγγαρεία αυτή δούλεψαν πάρα πολλοί χωριανοί μας.
Τακτικά αγγαρεία είχαμε στον τσιμενταύλακα, που μέσο αυτού έρχονταν το νερό από το ρέμα τις παλαιάς καβάλας και πήγαινε στα φυτώρια, όλα τα ρέματα μέσα στο χωριό και καθαρισμός στα μνήματα.
Η αγγαρεία ανακοινώνονταν από την Κοινότητα κι ελάμβανε χώρα συνήθως από τον Νοέμβριο έως και τον Μάρτιο, διάστημα που οι αγρότες δεν είχαν δουλειές στα χωράφια.
Αγγαρεία μπορούσε όμως να γίνει και έκτακτα, κατά τη συγκομιδή π.χ. λόγο καιρικών συνθηκών μιας ζημιάς που δεν μπορούσε να μπει με προγραμματισμό.
Στην κοινότητά μας το κοινοτικό συμβούλιου έβγαζε κάθε χρόνο κατάλογο με τους υπόχρεους αγγαρείας.
Στον ονομαστικό κατάλογο ήταν όλοι οι άνδρες πάνω από 15 έως 60 χρονών.
Από αυτόν εξαιρούνταν οι ανίκανοι προς εργασία αλλά και οι γυναίκες.
Στην κοινότητα μας τα οφειλόμενα μεροκάματα ήταν πέντε.
Αν ήταν κάποιος στην αγγαρεία χρησιμοποιούσε το κάρο του, τα οφειλόμενα μεροκάματα μειώνονταν σε δύο.
Μπορούσε όποιος ήθελε αν είχε χρήματα να εξαγοράσει το μεροκάματό του που ήταν 50 δραχμές, ή να στείλει κάποιον άλλο στη θέση του π.χ. τον γιο του.
Ο υπόχρεος αν για κάποιο λόγο δεν πήγαινε στην αγγαρεία η δεν πλήρωνε την υποχρέωσή του με το ανάλογο μεροκάματο, πλήρωνε πρόστιμο 250 δραχμές.
Η αγγαρεία ως τακτικός θεσμός υπήρχε μέχρι το 1980, όπου και καταργήθηκε.
