απελευθέρωση της Καβάλας (26-06-1913) – Οι μαρτυρίες, όπως τις συγκέντρωσε ο Κώστας Φαλτάιτς
Από την Άννα Φαλτάιτς
«Καβάλλα καταλήφθη εν ονόματι Βασιλέως· εν λιμένι ορμούσι «Πάνθηρ», «Ιέραξ» και «Δόξα». Λαός πανηγυρίζει».
Με αυτό το λακωνικότατο τηλεγράφημα στο υπουργείο Ναυτικών, ο ναύαρχος Κουντουριώτης αναγγέλλει στις 26 Ιουνίου του 1913 –ημέρα Τετάρτη- την απελευθέρωση της Καβάλας από τους Βούλγαρους.
Σύμφωνα με τηλεγράφημα προς το υπουργείο Εξωτερικών[1], ο ναύαρχος Κουντουριώτης πέτυχε την απομάκρυνση των Βουλγάρων και διευκόλυνε την κατάληψη της Καβάλας με το εξής στρατήγημα:
Στην Καβάλα βρίσκονταν 2.000 Βούλγαροι στρατιώτες με τηλεβόλα, τέσσερα από τα οποία τοπομαχικά που είχαν μεταφερθεί από την Αδριανούπολη και είχαν τοποθετηθεί σε λόφους γύρω από την πόλη, καθώς και τέσσερα πεδινά τηλεβόλα. Πεντακόσιοι στρατιώτες και τρία άλλα τηλεβόλα βρίσκονταν «παρά τας Ελευθεράς».
Ο ναύαρχος Κουντουριώτης αποφάσισε να εκτοπίσει με «κόλπο» τους Βούλγαρους. Ζήτησε να στείλουν από τη Θεσσαλονίκη πέντε μεγάλα μεταγωγικά, τα οποία έφθασαν την προηγούμενη Τρίτη. Ο στόλος, με τα μεταγωγικά κενά, έκανε μεγάλες κινήσεις όλη την ημέρα μπροστά από το λιμάνι της Καβάλας, με πρόθεση απόβασης.
Όταν ήρθε η νύχτα, τα μεταγωγικά προσέγγισαν την ανατολική ακτή της Καβάλλας και από μακριά ο στόλος έστελνε με τους προβολείς του «μεγαλοπρεπή χείμαρρον φωτός» σε συγκεκριμένο σημείο της ακτής.
Εν τω μεταξύ, τα αντιτορπιλικά «Λόγχη» και «Λέων» διήλθαν από τις Ελευθερές, όπου βομβαρδίστηκαν από τρία ακάλυπτα τηλεβόλα, που ήταν τοποθετημένα σε λόφο. Τα αντιτορπιλικά απάντησαν. Ένα βλήμα από τον «Λέοντα» ανατίναξε μια αποθήκη πυρομαχικών των Βούλγαρων, ενώ άλλη οβίδα έθεσε εκτός μάχης άλλο τηλεβόλο.
«Οι Βούλγαροι ετράπησαν εις φυγήν. Τα αντιτορπιλλικα δε άθικτα επανήλθον εις την Θάσον. Το τέχνασμα του κ. Κουντουριώτου επέτυχεν ούτω πλήρως», σύμφωνα με το σχετικό τηλεγράφημα που εστάλη στο υπουργείο Εξωτερικών.
«Πάντα τα κενά μεταγωγικά τα κατευθυνθέντα ανατολικώς της Καβάλλας επλήρωσαν φόβου τους Βούλγαρους, φοβηθέντας απόβασιν μεγάλων ελληνικών δυνάμεων.
Την νύκτα οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν την Καβάλλαν παραλαβόντες τα τηλεβόλα αλλ’ εγκαταλείψαντες 5000 όπλα, όλα τα πυρομαχικά πυροβολικού και ένα προβολέα όστις είχε χρησιμοποιηθή κατά την πολιορκίαν της Αδριανουπόλεως.
Την πρωΐαν της Τετάρτης η «Δόξα» και ο «Πάνθηρ» εισήλθον εις την Καβάλλαν, ην και κατέλαβον δι’ αποβατικού αγήματος. Δώδεκα στρατιώται Βούλγαροι εγκαταλειφθέντες συνελήφθησαν και μετεφέρθησαν εις την Θάσον.
Άπας ο πληθυσμός της Καβάλλας εξεχύθη εις τας οδούς με παλμούς χαράς δεξιωθείς τους ελευθερωτάς», καταλήγει το τηλεγράφημα.
Ο Κώστας Φαλτάιτς, δίοπος τότε στο «Αβέρωφ» και συντάκτης της εφημερίδας «Ακρόπολις», συγκεντρώνει τις μαρτυρίες πολιτών της Καβάλας για την φυγή των Βουλγάρων και τα όσα κωμικοτραγικά προηγήθηκαν αυτής.
Οι μαρτυρίες αυτές δημοσιεύονται στην Ακρόπολη στις 5 Ιουλίου του 1913, με τον τίτλο «Η αυθεντικωτέρα περιγραφή της καταλήψεως της Καβάλλας , γραμμένη από ναύτην του θωρηκτού «Αβέρωφ»».
(Επειδή το συγκεκριμένο δημοσίευμα είναι πολύ μεγάλο, αναδημοσιεύουμε μόνο κάποια αποσπάσματά του)
«ΚΑΒΑΛΛΑ, Ιούνιος – Σας γράφω για την απελευθέρωσι της Καβάλλας, με την υπόθεσιν, την βεβαιότητα μάλλον, ότι πολύ ολίγαι λεπτομέρειαι θα ήλθαν ως τ’ αυτιά σας.
Το πρωΐ της 26 Ιουνίου εσηκωθήκαμε εις το «Αβέρωφ» με ανέλπιστο έκπληξι, που μας εγέμισε από χαρά, μα και από μεγάλη δυσπιστία.
Ένας ψιθυρισμός, μια βοή καλλίτερα, είχε γεμίσει την ατμόσφαιρα των υποφραγμάτων, δονουμένων ακόμη από τους αναλπασμούς των ήχων της εγερτηρίου σάλπιγγος.
Ελέγετο ότι η Καβάλλα είχεν εγκαταλειφθή το περασμένο βράδυ από τους Βουλγάρους στρατιώτας και ότι δυο βάρκες με πολίτας της Καβάλλας, τραβήξαντας όλην την νύκτα και το πρωΐ κουπί, ήλθαν προ μισής μόλις ώρας εις τον «Αβέρωφ» – ευρισκόμεθα από την παραμονή της 26 Ιουνίου στην Θάσο, για να αναγγείλουν το τόσο ευχάριστο, το τόσο ανέλπιστο γεγονός.
Η Καβάλλα, πόλις για την οποίαν τόσους μήνας υπέφερεν η Ελληνική ψυχή, η πόλις η οποία τόσον είχε συνδεθή με τα χείλη του κάθε Έλληνος, ήρχετο επί τέλους στους κόλπους της μητέρας Ελλάδος, και πολύ πειό γρήγορα από ό,τι επερίμενε κανείς. Έννοιωσα ένα βάρος –σαν βράχος- να φεύγη από επάνω μου και έτρεξα εις την πρύμνη για να βεβαιωθώ περί της αληθείας ενός ονείρου το οποίον θα μετεβάλλετο εις εφιάλτην, αν τυχόν και ήτο ψεύτικο.
Δυο βάρκες ήσαν πραγματικώς πίσω στη θάλασσα της πρύμνης και καθώς εταράζοντο από την κουφοκυματιά και απομακρύνοντο από τα θωρακισμένα πλευρά του θωρηκτού, έδιναν αρκετό τόξο αποκλίσεως, ώστε η χορδή του να εφάπτεται του ματιού μας και κύπτουσα στο κύτος και στους πάγκους να μας δείχνη δυο βάρκες γεμάτες από γερούς άνδρες ναυτικούς, μεταξύ των οποίων και ένας μελαψός φορών χακένιο φέσι.
Ήσαν αι δυο βάρκες της Καβάλλας. Οι ναύται μας με ενθουσιασμό και με αγάπη κατεβαίνοντες στο υπόστρωμα, εχαιρέτως τους επιβάτας των από τους φεγγίτες και τους ήρωτων με απληστία διαφόρους σχετικάς ερωτήσεις, εις τας οποίας εκείνοι μόλις επρολάβαιναν να δίνουν μισές απαντήσεις, γιατί νέα δεμάτια από κεφάλια νεοφερμένων, στιβαζόμένα εμπρός από τους φεγγίτας, έκοβαν την συζήτησιν, ερωτώντα και αυτά δια διαφόρους λεπτομέρειας, αι οποίαι κατά την ιδέαν των έπρεπε να είνε αι πλέον ενδιαφέρουσαι.
-Και είνε αλήθεια πως έφυγαν αυτοί οι αρκουδιαρέοι;
-Και πως έγεινε αυτό το πράγμα;
-Και δεν επείραξαν καθόλου την πόλι; Τους ανθρώπους;
-Μα αλήθεια έφυγαν οι Βούλγαροι από την Καβάλλα; Έφυγαν στ’ αληθινά ή μη είνε κανένα στρατήγημα;
Εις τας ερωτήσεις αυτάς που έπεφταν σαν βροχή, οι άνθρωποι των λέμβων απήντων με προθυμίαν, εις την οποιίαν το μεγαλείτερο τόνο έδινε ο φορών το χακένιο φέσι, ο οποίος περιττόν να συστηθή ότι ήτο Τούρκος.
-Έφυγαν τα βρωμόσκυλα και ούτε είνε φόβος να ξαναγυρίσουνε πειά.
-Χθες το απόγευμα μας αδειάσανε την πόλι και πάνε στους πέντε διαβόλους.
-Μα και που μπορούσαν να σταθούν καθόλου; Μόλις είδανε το πρωΐ τον «Αβέρωφ» και τα άλλα καράβια που περνούσαν από μακρυά, τους έκοψε κρύος ιδρώτας και καθώς δεν είχανε και ευχάριστα μαντάτα μάθει από το στρατόν τους της στεριάς, μάζεψαν τα πράγματά τους και όπου φύγει φύγει».
Μετ’ ολίγην ώραν, όταν ειδοποιηθείς εσηκώθη ο ναύαρχός μας, οι άνθρωποι της Καβάλλας έλαβον την άδειαν και ανέβηκαν στον «Αβέρωφ» και ενώ ένας από αυτούς έδινεν αναφοράν εις τον ναύαρχον των διατρεξάντων κατά την περασμένην ημέραν, οι άλλοι εστρώνοντο εις πλουσιώτατο τραπέζι, το οποίον τους εβάλαμε, δείξαντος του μαγείρου μας μαστρο-Γιώργη εξαιρετική προθυμία και σβελτοσύνην εις την παρασκευήν των φαγητών.
Κατά το διάστημα του φαγητού και μετ’ αυτό οι φιλοξενούμενοί μας μας έδωσαν διαφόρους πληροφορίας για την Καβάλλα και για τους Βουλγάρους, τας οποίας θα βάλω εδώ σκορπιστά και όπως τύχει, χωρίς γι’ αυτό να χάνουν τίποτε από το ενδιαφέρον των».
—Η εκκένωση της Καβάλλας
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που συγκέντρωσε ο Φαλτάιτς, η εκκένωση της πόλης από τους Βούλγαρους άρχισε να γίνεται το απόγευμα της 25ης Ιουνίου.
«Οι Βούλγαροι εμάζεψαν τα πράγματά των, τα πολεμοφόδια και τα κανόνια των, άδειασαν τα σπίτια, τα οποία εχρησίμευαν ως στρατώνες, στραταρχεία, φρουραρχεία, διοικητήρια, λιμεναρχεία, σχολεία, τελωνεία, δικαστήρια, τηλεγραφεία και δεν ξέρω τι άλλο ακόμα και φορτώσαντες τα πράγματά τους σε κάρρα και βωδάμαξας, άρχισαν να του δίνουν πηγαίνοντες εις τον αγύριστον, ενώ οι Καββαλιώται, κρυμμένοι πίσω από τα παράθυρα των σπιτιών των, τους εκορόϊδευαν για το κωμικοτραγικό του φευγιού των και τους έστελναν χίλιες βλασφήμιες και αναθέματα μαζί με της πλέον θερμάς των προσευχάς και ευχαριστίας, που ανέπεμπαν στον Θεό για την με τόσους παλμούς προσδοκωμένην ελευθερίαν των».
«Πριν να φύγουν οι Βούλγαροι έκαμαν ένα αρκετά επίσημο και μακροσκελές πρωτόκολλον παραδόσεως της πόλεως, το οποίον και παρέδοσαν εις τους εκεί προξένους των Δυνάμεων. Εις το πρωτόκολλον αυτό ως εν υστερογράφω ανεφέρετο ότι η πόλις παρεδίδετο όχι οριστικώς αλλά προσωρινώς και ότι ο βουλγαρικός στρατός θα εγύριζε πάλι νικηφόρος δια να την θέση υπό τους πόδας του κραταιοτάτου Τσάρου πασών των Βουλγαριών».
«Η σπουδή των Βουλγάρων από του να εγκαταλείψουν την πόλιν ήτο τόσον μεγάλη, ώστε μεταξύ των άλλων πραγμάτων, τα οποία παρήτησαν, ήσαν και δυο μεγάλα τοπομαχικά πυροβόλα, προστατεύοντα την είσοδον του λιμένος και ένας μεγάλος ηλεκτρικός προβολεύς – ο προβολεύς που είχαν πάρει οι Βούλγαροι από την Αδριανούπολιν.
Τον προβολέα αυτόν οι Καβαλλιώται το ίδιο βράδυ, εορτάζοντας την απελευθέρωσίν των, τον ήναψαν και έρριχναν τα μεγάλα φωτεινά του τόξα εις τον στόλον μας, πράγμα το οποίον έκανε εμάς να υποθέσωμε, πολύ φυσικά, αφού ακόμη δεν είχαμε μάθει την φυγήν του τέρατος, ότι ήσαν οι Βούλγαροι, οι οποίοι έρριχναν τον προβολέα, φοβούμενοι επίθεσιν του στόλου μας».
Λίγο ακόμη και αντίο Καβάλλα
«Λίγο ακόμη αν παρετείνετο η διαμονή των Βουλγάρων στην Καβάλλα, όλοι οι πολίται της θα επήγαιναν εις τον άλλο κόσμο από ασιτία.
Εξ αιτίας της καταστάσεως είχε προ ενός και πλέον μηνός σωθή και ο τελευταίςο κόκκος του σταριού και η τελευταία σκόνι του αλεύρου από την πόλι.
Οι άνθρωποι ετρέφοντο με όσπρια τα οποία ήσαν και αυτά σπανιώτατα. Για το ψωμί, αν ευρίσκετο καθόλου, αυτό επωλείτο μια δραχμή τα εκατό δράμια, αλλά και πάλιν ήτο αδύνατον να εύρη κανείς.
Ευτυχώς ότι από την ίδια ακόμη ημέρα που ανηγγέλθη η απελευθέρωσις της Καβάλλας και εστάλη το αντιτορπιλλικόν «Δόξα» εις το λιμάνι της, παρηγγέλθησαν δια του Ασυρμάτου, εις την Θεσσαλονίκην φορτία από άλευρα και άλλα αναγκαία τρόφιμα, ώστε οι καλοί μας άνθρωποι της Καβάλλας να μην πεινούν πλέον.
Ως γνωστόν οι Βούγλαροι είχαν αποκλείσει το λιμάνι της Καβάλλας δια τορπιλλών, φοβούμενοι τον Ελληνικόν στόλον. Πάντοτε όμως θαυμάσιοι εις κουταμάραν, είχαν μαρτυρήσει τας θέσεις που ετοποθέτησαν τας τορπίλλας εις τους Έλληνας κατοίκους και έτσι τα πλοία μας έχοντα πλοηγούς μερικούς Καβαλλιώτας, επέρασαν και περνούν ελεύθερα την επικίνδυνον ζώνην, έως ότου ανελκυσθούν ή καταστραφούν αι τορπίλλαι αυταί».
—Και τα… ευτράπελα
Πως το ιππικόν των θα συνελάμβανε τον «Αβέρωφ»
«Αλλά μήπως έχουν αρχή και τέλος τα επεισόδια της Βουλγαρικής ευφυίας. Βλέπετε ότι τώρα μπήκαμε εις τα φαιδρά.
Ακούτε και ένα άλλο, το οποίον δυστυχώς για τα κουρασμένα από το γράψιμο χέρια μου, δεν είνε το τελευταίο.
Μια ή δυο μέρες πριν φύγουν οι Βούλγαροι από την Καβάλλαν, έλεγαν εις τους Έλληνας κατοίκους να μη χαίρωνται και να μην ελπίζουν ότι θα τους ηλευθέρωνεν ο στόλος μας, γιατί τον «Αβέρωφ» τον συνέλαβε το ιππικό των και αιχμάλωτο τον πηγαίνει εις την Σόφια.
Το γεγονός αυτό είνε αυθεντικώτατον, το ξεύρει όλη η Καβάλλα και τώρα πειά που είνε ελευθέρα, οι κάτοικοί της θα το διηγούνται γελώντας εις τα αγήματά μας και τον στρατόν μας».
Αι… νίκαι των
«Είνε άλλο πράγμα η κουταμάρα των και η απλότης των, μας έλεγεν ένα εξυπνότατο παιδί, που ηκολούθησεν εις την βάρκαν μαζί με τους μεγάλους για να αναγγείλη εις τον «Αβέρωφ» την ευχάριστον είδησι. Με όλην την αγριότητά των, που το είχαν για παιγνίδι να σε ξεκοιλιάσουν ή να σου στείλουν καμμιά σφαίρα στο κεφάλι, τους εκοροϊδεύαμε και περνούσαμε τον καιρό μας με δαύτους. Τώρα με τον καινούργιο πόλεμο έβαζαν τον δημόσιο κήρυκά των –έναν Έλληνα από την Καβάλλαν- να φωνάζη εις τον κόσμο τας νίκας των.
Αφού αράδιαζε ο κήρυκας όλες τες νίκες που είχαν κάνει τα Βουλγαρικά στρατεύματα εναντίον των Σέρβων και Ελλήνων, τας πόλεις και κανόνια που επήραν, στο τέλος του διαλαλήματος τους κοροϊδεύαμε και ο ίδιος και εφώναζε λίγο πειό σιγά·
-Τα πρίιιτςςςς…
Το ίδιο παιδί μας έλεγε με πρόσωπο που δεν ήξευρες αν ήτο ζυμωμένο στην πίκρα ή στη χαρά.
-Οι μήνες που περάσαμε με τους Βουλγάρους ήταν σαν ένα κακό όνειρο, σαν ένας εφιάλτης που σου κάθεται στο στήθος και θέλει να σε πνίξη. Τώρα όμως το κακό αυτό όνειρο πάει πέρασε. Πέσε πως ήταν ψέμμα. Όλα πειά τα έχομε ξεχασμένα».