Θωμᾶ Σαββίδη* Ἀναπληρωτὴ Καθηγητὴ τοῦ ΑΠΘ καὶ Ἀντιπροέδρου τοῦ Ὀργανισμοῦ Διεθνοποίησης τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας
Τὰ ὁμηρικὰ ἒπη γράφτηκαν σὲ μιὰ γλῶσσα, ἡ ὁποία βασίζεται στὶς δύο ἀρχαῖες ἑλληνικὲς διαλέκτους, τὴν ἰωνικὴ καὶ τὴν αἰολική, τὶς ὁποίες ὁμιλοῦσαν κυρίως στὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἡ ποντιακὴ διάλεκτος προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἰωνική, λόγῳ κυρίως τῆς καταγωγῆς τῶν πρώτων ἀποίκων τοῦ Πόντου ἀπὸ τὴν ἰωνικὴ Μίλητο. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ μὲ τὴν ἐπίδραση γεωγραφικῶν, κλιματολογικῶν, ἱστορικῶν, ἐθνολογικῶν κτλ. παραγόντων δημιουργήθηκαν ἐξελικτικὰ ἀπὸ τὴν ἰωνικὴ διάφορες διάλεκτοι, μία ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ποντιακή. Μὲ τὴν ἐγκατάσταση καὶ ἂλλων ἑλληνικῶν φύλων, καὶ ἰδιαίτερα τῶν αἰολικῶν, ὃπως γιὰ παράδειγμα τῶν κατοίκων τῆς Τραπεζούντας τῆς Ἀρκαδίας (4ος αἰὼν π.Χ.), οἱ ὁποῖοι ἂλλαξαν καὶ τὸ ὂνομα Τραπεζοῦς ἀπὸ Οἰζηνὶς, εἰσήχθησαν καὶ σποραδικοὶ αἰολισμοί. Ὁ Ὃμηρος δὲν ἀναφέρει πουθενὰ τὸν ὂρο Πόντος ἢ Εὒξεινος Πόντος. Ἀντίθετα, ἀναφέρονται διάφορες ἐθνότητες τοῦ Πόντου, οἱ ὁποῖες φυσικὰ στὴν ἀναμέτρηση τάχθηκαν στὸ πλευρὸ τῶν Τρώων γιὰ εὐνόητους λόγους. Συγκεκριμένα ἀναφέρονται οἱ Σόλυμοι (Ἰλ. Ζ, 184, 203, 204, Ὀδ. ε, 282), οἱ Λύκιοι (Ἰλ. Δ, 101, 119, Ρ, 172, Π, 437, Ζ, 194,Π, 673, Ζ, 188, Ζ, 210), οἱ Κάρες (Ἰλ. Β, 867), οἱ Φρύγιοι (Ἰλ. Ω, 545, Γ, 184, Π, 719, Σ, 291), οἱ Μήονες (Ἰλ. Β, 864, Κ, 431) οἱ Ἀμαζόνες (Ἰλ. Ζ, 186, Γ, 189), οἱ Ἀλιζῶνες (Ἰλ. Β, 856, Ε, 39), οἱ Παφλαγόνες (Ἰλ. Β, 851, Ε, 577) καὶ οἱ Μυσοὶ (Ἰλ. Β, 858, Κ, 430, Ξ, 512). Ἀπὸ τὶς πόλεις τοῦ Πόντου ἀναφέρονται ἡ Κύτωρος (Ἰλ. Β, 853), μετέπειτα Κωτύωρα καὶ σημερινὴ Ὀρντού, ἡ Σήσαμος (Ἰλ. Β, 853), ἡ Κρώμνα (Ἰλ. Β, 855), μετέπειτα Κρώμνη καὶ ἡ Αἰγίαλος (Ἰλ. Β, 855). Ἡ Τροία, ὃπου διαδραματίστηκαν τὰ γεγονότα τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν, ἦταν ὁ φρουρὸς τοῦ Ἑλλησπόντου καὶ εἰσέπραττε διόδια ἀπὸ ἐμπορικὰ πλοῖα, τὰ ὁποῖα ἀναζητοῦσαν πρόσβαση στὸν Εὒξεινο Πόντο καὶ τὴν Ἀσία. Ὁ Πόντος ἦταν καθοριστικῆς σημασίας γιὰ τὴν τύχη τῶν Ἑλλήνων καθόσον ἒκρυβε, ἐκτὸς ἀπὸ εὐγενῆ μέταλλα, πλούσια χλωρίδα καὶ πανίδα. Ἀκόμη ἡ πρόσβαση στὴν Ἀσία ἦταν εὐκολότερη ἀπὸ τὰ λιμάνια τοῦ Πόντου παρὰ ἀπὸ τὰ παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Αὐτὸ ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὃτι ὁ ἐποικισμὸς τοῦ Πόντου ποὺ ἐπακολούθησε ἒγινε ἀπὸ τοὺς Μιλήσιους, οἱ ὁποῖοι ἒτσι ἒφθαναν εὐκολότερα στὸν πλοῦτο τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ Πόντος ἀπετέλεσε τὴ γέφυρα μετάβασης φυτῶν καὶ ζώων ἀπὸ τὴν Ἀσία στὴν κλασσικὴ Ἑλλάδα καὶ ἀργότερα στὴ Ρώμη καὶ τὴν Εὐρώπη. Στὸ πέρασμα τῶν 28 αἰώνων ζωῆς, ἡ ποντιακὴ διάλεκτος δέχτηκε ἐπιδράσεις ἀπὸ τὴν κοινὴ τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων καὶ ἀπὸ τὴ μεσαιωνικὴ κοινὴ τοῦ Βυζαντίου. Ἀκόμη ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τοὺς Γενουάτες καὶ τοὺς Βενετοὺς τῆς Τραπεζούντας, τοὺς Πέρσες καὶ τοὺς Γεωργιανούς, καθὼς φυσικὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἡ τελικὴ μορφὴ τῆς ποντιακῆς διαλέκτου γίνεται στὴν ἐποχὴ τῶν Κομνηνῶν. Ἒτσι ἡ ποντιακὴ διάλεκτος ἀντικατοπτρίζει ταυτόχρονα καὶ τὴν ἱστορικὴ πορεία αὐτοῦ τοῦ λαοῦ διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ τῶν ἀλλόγλωσσων γειτονικῶν λαῶν. Ὡς ἐξαρχῆς ἰωνικὴ διάλεκτος μὲ ἐξέλιξη ἐκτὸς Ἑλλάδος, ἡ ποντιακὴ ἒχει τὶς ρίζες της μέχρι τὴν ὁμηρικὴ γλῶσσα. Ἡ συμβολή της ὃμως στὴν ἐθνικὴ αὐτογνωσία συνίσταται στὸ γεγονὸς ὃτι διέσωσε ἀρκετὰ ὁμηρικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα σὲ ἂλλες νεοελληνικὲς διαλέκτους ἐξέλιπαν. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις τὰ ἰωνικὰ στοιχεῖα, ὃπως λέξεις, ἐκφράσεις ἢ ἰδιωματισμοὶ τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν διατηρήθηκαν ἀναλλοίωτα, συνεισφέροντας τὰ μέγιστα στὴ γλωσσική μας κληρονομιά. Ὡς κληρονόμος τῆς ἰωνικῆς διατηρεῖ ἀναλλοίωτες ἢ παραφθαρμένες πολλὲς λέξεις, πολλοὺς ἀρχαϊσμοὺς καὶ γραμματικοὺς ἢ συντακτικοὺς τύπους, ὁπότε μπορεὶ νὰ ἐνταχθεῖ στὶς ἀρχαιότερες καὶ πλουσιότερες ἑλληνικὲς διαλέκτους καὶ φυσικὰ τῆς Εὐρώπης. Περὶ τῶν ἰωνικῶν καταβολῶν καὶ τῆς ἐξελικτικῆς πορείας τῆς ποντιακῆς διαλέκτου γράφει ὁ γλωσσολόγος Δημοσθένης Οἰκονομίδης, διευθυντὴς τοῦ Μεσαιωνικοῦ ἀρχείου τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν: “Ἡ διάλεκτος, ἡ λαλουμένη ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων τῶν ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων ὡς τὰ παράλια τοῦ Εὐξείνου Πόντου ἐγκατεστημένων ἐξ ἀρχῆς ἰωνικὴ οὖσα, σὺν τῷ χρόνῳ τοιαύτην ἒλαβε ἐξέλιξιν μακράν τῆς Ἑλλάδος, ὣστε διασώσασα ὀλίγα στοιχεῖα ἐκ τῆς ἰωνικῆς, ἱκανὰ ἀρχαιοπινῆ στοιχεῖα, προσέλαβεν καὶ πολλὰς λέξεις καὶ γραμματικοὺς τύπους ἐκ τῆς μεσαιωνικῆς καὶ βυζαντινῆς γλώσσης, ἃτινα διετήρησεν αὐτουσίως”. Ἡ ποντιακή μαζὶ μὲ τὴν καππαδοκικὴ διάλεκτο, ἀποτελοῦν τὰ μικρασιατικὰ ἰδιώματα τὰ ὁποῖα ὁμοιάζουν μὲ τὰ κυπριακά, τὰ δωδεκανησιακὰ καὶ ἂλλων νήσων (Χίος, Ἰκαρία). Γιὰ τὰ μικρασιατικὰ αὐτὰ ἰδιώματα ἀναφέρει ὁ Μανώλης Τριανταφυλλίδης: “Χωρισμένα ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ἑλληνόγλωσση περιοχή, ἒμειναν αἰῶνες χωρὶς εὒκολη συγκοινωνία καὶ ἀκολούθησαν διαφορετικὴ ἐξέλιξη. Διατήρησαν γνωρίσματα τῆς παλιᾶς ἑλληνιστικῆς κοινῆς καὶ εἶναι ἒτσι ἀπὸ τὰ ἀρχαϊκότερα νεοελληνικὰ ἰδιώματα”. Οἱ ὁμηρικὲς λέξεις ἀπὸ τὴν ποντιακὴ ἐντάχθηκαν στὸ σύστημα ἂλλων γλωσσῶν, συμμετέχοντας ἒτσι στὴν ἐξέλιξή τους.
Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρονται ὀρισμένα παραδείγματα ἀρχαϊσμῶν, λέξεων ἢ ἐκφράσεων ὁμηρικῆς (ἰωνικῆς) προέλευσης:ΑΡΧΑΪΣΜΟΙ Ἐπώνυμα σὲ -ιάδης ἢ -ίδης δηλωτικὰ τῆς καταγωγῆς ἢ πατρότητας: Αἰμονίδης (Δ467), ὁ υἱὸς τοῦ Αἲμονα, Ἀρκεισιάδης (ὁ υἱὸς τοῦ Ἀρκεισίου = ὁ Λαέρτης, δ755, ω270), Ἀσιάδης (υἱὸς τοὺ Ἀσίου Μ140, Ρ583), Ἀτρείδης (ὁ υἱὸς τοῦ Ἀτρέα = ὁ Ἀγαμέμνων καὶ ὁ Μενέλαος Λ,Α16), Λαερτιάδης (ὁ υἱὸς τοῦ Λαέρτη = ὁ Ὀδυσσεύς Γ200, δ555), Πηληιάδης ἢ Πηλείδης (ὁ υἱὸς τοῦ Πηλέως = ὁ Αχιλλεύς Α1, Α146, θ75). Ἡ διατήρηση τοῦ ἰωνικοῦ ε αντὶ τοῦ η: Ἀτρύπετος ἀντὶ ἀτρύπητος, νύφε ἀντὶ νύφη, ἂκλερος ἀντὶ ἂκληρος. ”Ἀτρύγετος πόντος” (Ξ204), “Ἀτρύγετος αἰθὴρ” (Ρ425), ἀντὶ ἀτρύγητος. Ἡ διατήρηση τοῦ ω ἀντὶ τοῦ ου: Λωρὶν ἀντὶ λουρί, ζωμὶν ἀντὶ ζουμί, κώδων ἀντὶ κουδούνι, ”Κώνωψ” (βατρ. 202) ἀντὶ κουνούπι, “κωφὸς” (Λ390, Ω54) ἀντὶ κουφός. Ὁ σχηματισμὸς θηλυκῶν ἐπιθέτων σὲ -ος ἀντὶ η: Ἂλαλος ἀντὶ ἂλαλη, ἒμμορφος ἀντὶ ὂμορφη, ἂσκεμος ἀντὶ ἂσχημη. ”Δήμητρα ἀγλαόκαρπος” Α415, (Ὑμν. Δήμ. 4, 23), Ἡ διατήρηση τῆς προστακτικῆς τοῦ ἀορίστου: Λύσον ἀντὶ λύσε, χτίσον ἀντὶ χτίσε, γράψον ἀντὶ γράψε ”λαὸν δὲ στῆσον παρ’ ἐρινεὸν” (Ἰλ. Ζ, 433). Ἡ χρήση τοῦ ἀρνητικοῦ μορίου οὐκ > οὐχὶ > οὐκὶ > κι’: Κι’ τρώγω ἀντὶ δὲν τρώγω, κι’ θέλω ἀντὶ δὲν θέλω, κι’ λέγω ἀντὶ δὲν λέγω. ”κι’ ἐνέπρησεν κοῖλας νῆας” Κι’ ἀντὶ τοῦ ἀρνητικοῦ μορίου δὲν (ἀπὸ τὸ ἀρχ. οὐδὲν). Στὴν ποντιακὴ ὑπάρχει τὸ ἀρνητικὸ μόριο τιδὲν (ἂλλο τι οὐδὲν). Τιδὲν κι τρώγω, τιδὲν κι θέλω, τιδὲν κι λέγω. Στὸ λεξικὸ τοῦ Σουίδα, 10ος αἰὼν μ.Χ. ἐπισημαίνεται αὐτὴ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ Ὁμήρου, στὸ σχηματισμὸ τῆς ἂρνησης: Ουκὶ τὸ ουχί. Ὃμηρος διὰ τοῦ κ γράφει, οὐ διὰ τοῦ χ. Ἡ διατήρηση τοῦ μορίου ἂρα ἢ ἂρ’ μὲ σημασία ὂχι κατ’ ἀνάγκην συμπερασματική, ἀλλὰ μὲ τὴν ἒννοια τῆς συνάρτησης γεγονότων, ἀνακεφαλαίωσης ἢ ἐπεξήγησης: ”ἂρ’ ἒρθεν ἡ λαμπρὴ”, “ἀρ’ ἀὲτς ἀς ἒν”, “ἂρ’ ἒφαεες, ἐχόρτασες” ”ὡς ἂρ’ ἒφη” (Ὀδ. θ, 482), “ὡς ἂρα φωνήσας” (Ὀδ. κ, 302) Ἡ διατήρηση τοῦ ἰωνικοῦ σ: Σεῦτλον ἀντὶ τεῦτλον. ”σεῦτλον” (Βάτρ. 162). ”σεύτλοις χλωροῖς ἐπιβόσκομαι” (Βατρ. 54). Σεύτελος (Κοτ., Σάντ., Χαλδ.) = εὐτε Σεύτελος (Κοτ., Σάντ., Χαλδ.) = εὐτελής, ἀνόητος ”Σευτλαῖος” (Βάτρ. 212) κωμικὸ ὂνομα βατράχου στὴν Βατραχομυομαχία. ”Σευτλαῖον δ’ ἀρ ἒπεφνε βαλὼν” (Βατρ. 209). ΛΕΞΕΙΣ: Ἀγρώστ’ = κοινὴ ἀγριάδα. Ἂγρωστις (Ὀδ. ζ, 90), Βατία (Ἀμ.), = βάτος- Βατίεια (Ἰλ. Β, 813) Δέρ’ (Κοτ.) ἢ δάρ’ (Κερ., Τρίπ.). ”ἓναν δέρ φαΐν”. Εἲδαρ = ἒδεσμα, “ἂνθινον εἲδαρ” (Ὀδ. ι, 84). Εἲδαρ = ἒδεσμα (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.). Ἰχώριν (Κερ.) ἢ χώρ’ (Κοτ., Σάντ., Χαλδ.) ὀρρὸς γάλακτος, κρόκος αὐγῶν, ἐντεριώνη φυτῶν, μυελὸς ὀστῶν. Ἰχὼρ = θεῖο αἷμα “ἰχώρ, ἂμβροτον αἷμα θεοῖο” (Ἰλ. Ε, 340) Ἰχὼρ = τὸ πεπηγὼς αἷμα (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.). Λαλλάτζ’ (Κοτ., Τραπ. Χαλδ.) = πέτρα καὶ μεταφορικὰ ἡ φαλάκρα: “λαλλὰτς κιφὰλ’”. Λάας = λίθος, πέτρα “μείζονα λάαν ἀείρας” (Ὀδ. ι, 537). Σήμερα παρέμεινε ὡς τοπωνύμιο, Λαλλάρια. Λάας = λίθος (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ. Χ.). Λαχίδα (Κερ., Κοτ., Οιν. Σάντ., Χαλδ.) = σειρὰ ἐργασίας: “ἒρθεν ἡ λαχίδα μ’” Λαγχάνω “εἰς ἑκάστην ἑννέα λάγχανον αἶγες” (ι160) Λάχος = μοίρα (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ. Χ.). Λειρίτα (Χαλδ.) = λείριον = κρίνος. Λείριον “λείριον” (Ὑμν. Δήμ. 427) Λείρια = ἂνθη, κρίνα (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ. Χ.).Λελεύω = χαίρομαι, ἐπιθυμῶ: “νὰ λελεύω σε” (νὰ σὲ χαρῶ). Λιλαίομαι “λιλαιομένη πόσιν εἶναι” (Ὀδ. α, 15, Ὀδ. ι, 30) (ἢθελε νὰ εἶναι σύζυγος). Λιλαίομαι = προθυμοῦμαι (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.). Λίβος (Σάντ., Χαλδ.) = σταγόνα, σύννεφο: “ὃ οὐρανὸν ἐλίβωσεν” (συννέφιασε), “ἐλιβῶθεν σὸ κλάμαν”. Λείβω = στάζω, “ὑπ’ ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον” (Ἰλ. Ν, 88, Ὀδ. θ, 88). Λείβεται τοῖς δακρύοις (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.). Λιστρίν (Τραπ.) = σκαπτικὸ ἐργαλεῖο, λιστρεύω = σκάπτω. Λίστρον = σκαπτικὸ ἐργαλεῖο, λιστρεύω = σκάπτω, ἀποξύνω: ”λίστροισιν δάπεδον ξύον” (Ὀδ. χ, 455), ”τὸν δ’ οἶον πατέρ’ εὗρεν λιστρεύοντα φυτὸν” (Ὀδ. ω, 227). Λιστραίνω = τὸ σκάπτω (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.). Λοπίν ἢ Λοβίν = ὁ λοβός, τὸ περίβλημα: “φασουλὶ λοπὶν”. Λοπὸς = φλοιός, “λοπὸς κρομμύοιο” (Ὀδ. τ, 233) Λόπος = φλοιός, δέρμα λεπτόν, ξηρὸν (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.). Μωμόγερος (Κερ. Τραπ.) ἀπὸ τὸ Μῶμος (θεὸς τῆς μομφῆς) ἢ μίμος. Ὠμογέρων = ο ὠμὸς (ἂγουρος), ζωηρός, ἀκμαῖος γέρων, ποὺ δὲν ἒχει καταβληθεῖ ἀπὸ τὸ γῆρας. “Ὠμογέροντα δε μιν φασὶν ἒμμεναι” (Ἰλ. Ψ, 791). Ὁ χαρακτηρισμὸς ἀποδίδεται στὸν Ὀδυσσέα, ὁ ὁποῖος ἐκτιμᾶται σὲ ἠλικία 45-50 ἐτῶν. Ὠμογέρων = Πρεσβύτης οὗ ἡ κεφαλὴ οὐκ ἐπολιώθη (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.) Πάππας (Ἀμ.) = πατέρας (στὴν παιδικὴ γλῶσσα). Πάππας (κλητ. πάππα) “Πάππα φίλε” (Ὀδ. ζ, 57). Στὴ νεοελληνικὴ προφέρεται ἐπὶ τὸ τουρκικότερον “μπαμπάς”. Τεττὲς (Χαλδ., Κερ.), ταττὰς (Κερ.), τάττας (Οἰν.) = πατέρας (στὴν παιδικὴ γλῶσσα). Τέττα = πατέρα, φιλοφρονητικὴ προσφώνηση πρεσβυτέρου, Ἂττα, “ἂττα γεραιὲ” (Ἰλ. Ι, 607, Ρ, 561, Ὀδ. π, 31) “γέρο πατέρα μου” ata (τουρκ.), tata (λατιν.), daddy (αγγλ.) = πατέρας Πάππα, τέττα και ἂττα = πρὸς πατέρα προσφώνησις, πρὸς πατέρα σεπτικὴ φωνὴ (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ. Χ.). Τσιλίδιν (Κερ., Οἰν., Τραπ.) = πυρωμένο κάρβουνο: “Ἀπάνω σ’ σὰ στεγάδα μου, ἓναν γραστὶν τσιλίδα” (ὁ ἒναστρος οὐρανὸς). Κήλειος = καυστικός, φλογερὸς: “ἐν πυρὶ κηλέω” (Ἰλ. Θ, 217, Ο744, Ὀδ. ι, 328). Κηλέω = καυστικῷ πυρὶ (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.). Χάταλον (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) = Τὸ μωρό, τὸ βρέφος: “Τὸ χάταλον ἀν ‘κι κλαίει, τσιτσὶν ‘κι διγν’ ἀτὸ”. Ἀταλὸς = νεαρός, τρυφερός, ἀπαλός, ”ἀταλὰ φρονῶ” (Ὀδ. λ, 39), “παῖδα ἀταλάφρονα” (Ἰλ. Ζ, 400). Ἀτάλλω = σκιρτώ, χοροπηδῶ, Delicat = λεπτεπίλεπτος. Ἀταλόψυχος (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.). Χρα (Οἰν., Κερ. Σάντ., Τραπ. Χαλδ.) = Ἡ ἐπιφάνεια τοῦ σώματος, τὸ δέρμα, ἡ ἐπιδερμίδα, τὸ χρῶμα τῆς ἐπιδερμίδας. “ἐκχύεν ἡ χρὰ τ’” (ἒχασε τὸ χρῶμα του, ἀπὸ φόβο) Χρὼς “τρέπετε χρὼς” (Ἰλ. Ν, 279) (ἒχασε τὸ χρῶμα του, ἀπὸ φόβο) Χρώς = σῶμα (Σουίδας, 10ος αἰὼν μ.Χ.). ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ: “Ἀπὸ καλαμιδὶ ἐγένουμουν”, ἀπόμεινα μόνος, “σὰν καλαμιὰ στὸν κάμπο” ”καλάμην γε σ’ οἲομαι εἰσορόωντα” (Ὀδ. ξ, 214). “Τὸ μῆλον τὸ μῆλον τερεῖ καὶ γίνεται, τὸ σταφύλ’ τὸ σταφύλ’ τερεῖ καὶ γίνεται κ.ο.κ.”, μεταφορικὰ μὲ τὴν ἂμιλλα ἡ πρόοδος. ”ὂγχνη ἐπ’ ὂγχνη γηράσκει, μῆλον δ’ ἐπὶ μήλῳ, αὐτὰρ ἐπὶ σταφυλῇ σταφυλῇ, σῦκον δ’ ‘ἐπὶ σύκῳ” (Ὀδ. η, 120-121).
*Ὁ Θωμᾶς Σαββίδης γεννήθηκε στὸ Κληματάκι Γρεβενῶν. Ἀποφοίτησε ἀπὸ τὸ ἐξατάξιο Γυμνάσιο Τσοτυλίου Koζάνης καὶ σπούδασε Βιολογία καὶ Χημεία στὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ἒκανε μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὴ Βοτανικὴ στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Γκρὰτς τῆς Αὐστρίας. Πῆρε τὸ διδακτορικό του δίπλωμα στὴν Βοτανικὴ καὶ σήμερα εἶναι Ἐπίκουρος καθηγητὴς τοῦ Τμήματος Βιολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στὸν Τομέα Βοτανικῆς. Ἐργάστηκε ἐρευνητικὰ στὰ Πανεπιστήμια Χαϊδελβέργης, Γκαίττιγκεν καὶ στὸ Κέντρο Πυρηνικῶν Ἐρευνῶν τῆς Καρλσρούης (Γερμανία). Τὰ ἐρευνητικά του ἐνδιαφέροντα ἑστιάζονται στὴν δομὴ τῶν φυτικῶν ὀργανισμῶν καὶ στὴν προστασία τοῦ περιβάλλοντος ἀπὸ τοξικὰ καὶ ραδιενεργὰ στοιχεῖα. Παράλληλα προσπαθεῖ νὰ ἀξιοποιήσει τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ συγγράμματα ὡς πηγὴ ἐπιστημονικῆς γνώσης στὸν χῶρο τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν. Ἒχει δημοσιεύσει περίπου ἑκατὸ πρωτότυπες ἐπιστημονικὲς ἐργασίες ἐνῷ πρόσφατα ἐξεδόθησαν βιβλία του μὲ τίτλο: Ἡ Διατροφὴ στὸν Πόντο, τὸ Μαστιχόδενδρο τῆς Χίου καὶ Ὁμήρου Ἂμπελος. Ὑπὸ ἒκδοση βρίσκεται τὸ πολύτομο ἒργο του μὲ τίτλο: Ὁμήρου Βοτανική. Εἶναι μέλος διεθνῶν ἐπιστημονικῶν συλλόγων ἐνῷ ἒντονη εἶναι ἡ δράση του σὲ πολλὲς ὀργανώσεις στὸν ἐθνικὸ χῶρο. Ἀπὸ τὸ 1997 εἶναι Πρόεδρος τοῦ Ὀργανισμοῦ γιὰ τὴν Διεθνοποίηση τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας.